- ασυκοφαντητως
- ἀσυκοφαντήτωςἀ-σῡκοφαντήτωςне клеветнически, без всякой клеветы
(χρῆσθαι τοῖς ὀνόμασιν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χρῆσθαι τοῖς ὀνόμασιν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀσυκοφαντήτως — ἀσῡκοφαντήτως , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers adverbial ἀσῡκοφαντήτως , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)